- βογιάρος
- ο (Μ βογιάρος)χαρακτηριστικός παλαιός τίτλος των μελών της αριστοκρατικής τάξης των σλαβικών λαών.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρωσ.) boiar«o άρχοντας, ο ανώτερος κοινωνικά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
Ταρχανιώτης — Επώνυμο Βυζαντινών. Η οικογένεια Τ. ανέδειξε πολλούς συγγραφείς. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Βασίλειος. Έζησε τον 11o αι. Ήταν επικεφαλής της δεξιάς φάλαγγας του στρατού του Μιχαήλ του Στρατιωτικού, στη μάχη που έγινε στη Νίκαια (1057) με τον… … Dictionary of Greek